- ἱεροτελεστιῶν
- ἱεροτελεστίαsolemnization of sacred ritesfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
Σαδδουκαίοι — οι / Σαδδουκαῑοι, ΝΜΑ ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα τού μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία τής ψυχής και… … Dictionary of Greek
επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… … Dictionary of Greek
ιεροθεσία — ἱεροθεσία, ή (ΑΜ) [ιεροθέτης] νομοθετικός διακανονισμός λειτουργιών και ιεροτελεστιών … Dictionary of Greek
λαοσυνάκτης — ο (στους Βυζαντ.) τιτλούχος τού οποίου έργο ήταν να καλεί τους ενορίτες στον ναό για την παρακολούθηση ιεροτελεστιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + συνάκτης < συνάγω] … Dictionary of Greek
οστιάριος — Τίτλος εκκλησιαστικός που καθιερώθηκε στο Βυζάντιο. Συνήθως δίδεται σε ψάλτες και αναγνώστες, ορισμένες όμως φορές και σε ιερείς. Μεταξύ των καθηκόντων του ο. ήταν η απαγόρευση εισόδου στην εκκλησία ατόμων που δεν ήταν ευπρεπώς ενδεδυμένοι ή που… … Dictionary of Greek
σαμανισμός — Ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα, διαδομένο προπάντων στις υποαρκτικές περιοχές, κατά το οποίο μερικά πρόσωπα προικισμένα με ειδικές δυνάμεις, οι σαμάν, μπορούν να επικοινωνήσουν με τον κόσμο των πνευμάτων για να πετύχουν ορισμένα ωφελήματα. Ο όρος… … Dictionary of Greek
ταμπού — Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις… … Dictionary of Greek
τυπικό — το / τυπικόν, ΝΜ 1. εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας το οποίο περιέχει την τυπική διάταξη τών διαφόρων εκκλησιαστικών ακολουθιών και ιεροτελεστιών κατά τη διάρκεια τού εκκλησιαστικού έτους 2. (λειτ.) καθένα από τα αντίφωνα που… … Dictionary of Greek
ινδουισμός — ο σύνολο θρησκευτικών δοξασιών και ιεροτελεστιών τις οποίες ασπάζονται οι περισσότεροι Iνδοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)